- σιγγουλάριος
- και σιγγλάριος και σινγουλάρις και σινγουλάριος και σινγλάρις, ὁ, ΜΑ1. κυβερνητικός διαγγελέας2. στον πληθ. oἱ σιγγουλάριοι(επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) α) επίλεκτο σώμα ιππέων στο οποίο στρατολογούσαν βαρβάρουςβ) σώμα επίλεκτων ιππέων που στέλνονταν στις διάφορες επαρχίες για ανάγκες τού δημοσίουμσν.φρ. «ίππεὺς σινγλάρις» — μονήρης ιππέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. singularius «ξεχωριστός, επίλεκτος»].
Dictionary of Greek. 2013.